- νουθετούμαι
- νουθετούμαι, νουθετήθηκα, νουθετημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νουθετοῦμαι — νουθετέω put in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)